Όπως, λοιπόν, προκύπτει, ο πρωθυπουργός Αλ. Τσίπρας και η κυβέρνησή του, όχι μόνο για εσωτερικούς πολιτικούς λόγους, αλλά και προς εξυπηρέτηση των Γερμανών, στους οποίους έχει παραδοθεί ολοκληρωτικά και οι οποίοι είναι σε αφανή κόντρα με το ΔΝΤ και τον αμερικανικό παράγοντα, ανέλαβε εργολαβικά να επιτίθεται διαρκώς στο ΔΝΤ, αντί να εκθέτει επικοινωνιακά τη Γερμανία, την χώρα, που ευθύνεται για τα δεινά του λαού μας αυτά τα έξι χρόνια, καθώς και για την εμπλοκή του ΔΝΤ (το ίδιο έπραξε και στην περίπτωση του προσφυγικού – μεταναστευτικού προβλήματος, ενώ πρώτη η Γερμανία είχε κλείσει τα σύνορά της). Σ’αυτά τα πλαίσια άρχισε να ισχυρίζεται, ότι δήθεν το ΔΝΤ παραβιάζει τα συμφωνηθέντα του Ιουλίου και του Αυγούστου του 2015, ότι ζητεί επιπλέον οικονομικά μέτρα και ότι η ελληνική κυβέρνηση έχει τηρήσει κατά γράμμα τα συμφωνηθέντα. Έφθασε δε μέχρι του σημείου να αξιοποιήσει δημοσίως προϊόν υποκλοπών τηλεφωνικών συνδιαλέξεων στελεχών του ΔΝΤ, τα οποία ευρίσκοντο στην Αθήνα.
Το γεγονός αυτό αποτέλεσε ένα σοβαρό επικοινωνιακό χτύπημα στο ΔΝΤ, αλλά όχι προς όφελος της Ελλάδας. Το όφελος ήταν αποκλειστικά για τη Γερμανία, όπως ακριβώς είχε λειτουργήσει και το αποκαλυφθέν «σκάνδαλο» του Στρος Καν τον Μάϊο του 2010. Τότε είχε καμφθεί η αντίσταση του ΔΝΤ και συμμετείχε τελικά στο πρόγραμμα «διάσωσης» της χώρα μας. Ένα «σκάνδαλο» με αντίστοιχη απήχηση έπρεπε ενδεχομένως να χρησιμοποιηθεί για να καμφθούν εκ νέου οι αντιδράσεις του ΔΝΤ. Ίσως αυτό το ρόλο να έπαιξαν οι υποκλοπές των τηλεφωνικών συνδιαλέξεων των στελεχών του ΔΝΤ. Είναι γεγονός, ότι το ΔΝΤ έχει θορυβηθεί και προβληματισθεί με τη σφοδρότητα των επικοινωνιακών επιθέσεων της κυβέρνησης Τσίπρα και με την αποκάλυψη του περιεχομένου των τηλεφωνικών συνδιαλέξεων των στελεχών του. Διεθνώς εμφανίζεται, ως ο κακός οργανισμός, ενώ η Γερμανία εμφανίζεται ως η σώφρων ευρωπαϊκή δύναμη, που δήθεν στέκεται αλληλέγγυα στην Ελλάδα. Αυτή η επικοινωνιακή πίεση αποσκοπεί στον εκ νέου εξαναγκασμό του ΔΝΤ να μετάσχει στο νέο πρόγραμμα «διάσωσης» της Ελλάδας, χωρίς κούρεμα του ελληνικού χρέους, προς όφελος πάντα των γερμανικών συμφερόντων. Σ’αυτό το παιχνίδι του blame game δεν επιθυμούν το ΔΝΤ και ο αμερικανικός παράγοντας να βγουν χαμένοι, αλλά και δεν είναι διατεθειμένοι να υποχωρήσουν εκ νέου, διότι πλέον διακυβεύονται πολλά, συμπεριλαμβανομένων ζητημάτων γεωπολιτικής σταθερότητας και ευρύτερων γεωπολιτικών συμφερόντων. Γι’αυτόν, εξάλλου, το λόγο, το ζήτημα της συμμετοχής του ΔΝΤ στο νέο πρόγραμμα δεν έχει κλείσει ακόμη και είναι αμφίβολο, εάν θα κλείσει, πυροδοτώντας σοβαρές πολιτικές εξελίξεις στο εσωτερικό της χώρας μας σε σύντομο χρονικό διάστημα (αυτές θα έχουν ευρύτερο αντίκτυπο και στη συνοχή της Ευρώπης, σε συνδυασμό και με το προσφυγικό – μεταναστευτικό ζήτημα). Το πλέον βέβαιο, όμως, είναι, ότι τη στάση του Αλ. Τσίπρα και της κυβέρνησής του θα την πληρώσει βαρύτατα η Ελλάδα και ο ελληνικός λαός και αυτό ήδη συμβαίνει.
Αξίζει, όμως, να δούμε, εάν ισχύουν οι ισχυρισμοί της κυβέρνησης, ότι το ΔΝΤ δεν τηρεί τα συμφωνηθέντα, ότι ζητεί επιπλέον μέτρα και ότι η κυβέρνηση έχει τηρήσει τα συμφωνηθέντα, ήτοι τους όρους του τρίτου μνημονίου:
Η αλήθεια για τα μέτρα και τα περί τήρησης των συμφωνηθέντων
Όπως έχω ήδη αναφέρει, το ΔΝΤ δεν μετέχει, ως συμβαλλόμενος στο τρίτο μνημόνιο και δεν δεσμεύεται από το περιεχόμενό του. Ως εκ τούτου, αποτελεί απόλυτο ψεύδος και μεγάλη παραδοξότητα να κατηγορείται για παραβίαση των συμφωνηθέντων κάποιος, που δεν μετείχε στη συμφωνία, που φέρεται, ότι έχει παραβιάσει.
Παράλληλα, το ΔΝΤ έχει διαμηνύσει, α) ότι το τρίτο μνημόνιο δεν θα είναι αποτελεσματικό, διότι περιλαμβάνει μη επιτεύξιμους – μη ρεαλιστικούς στόχους, και β) ότι απαιτείται δραστικό κούρεμα του ελληνικού χρέους, άλλως θα πρέπει να ληφθούν πρόσθετα δυσβάσταχτα μέτρα, που δεν είναι βέβαιο, ότι θα φέρουν τα επιθυμητά αποτελέσματα. Μόνο με αυτήν την προϋπόθεση θα συμμετείχε στο νέο πρόγραμμα. Πλην όμως, χωρίς τη συμμετοχή του ΔΝΤ δεν είναι εφικτή η δανειοδότηση της χώρας μας από τους ευρωπαίους «εταίρους» μας, διά του ΕΜΣ. Τους όρους του ΔΝΤ είναι η Γερμανία, που δεν επιθυμεί να ικανοποιηθούν. Η Γερμανία επιδιώκει διακαώς τη συμμετοχή του ΔΝΤ στο πρόγραμμα «διάσωσης» της Ελλάδας, αλλά με τους δικούς της όρους, που εξυπηρετούν απολύτως τα συμφέροντά της, όχι όμως και της Ελλάδας, την οποία απομυζεί.
Αντί, λοιπόν, η ελληνική κυβέρνηση να ταυτιστεί με τις θέσεις του ΔΝΤ, όχι διότι το ΔΝΤ είναι ένας οργανισμός αγγέλων, αλλά διότι στη δεδομένη χρονική στιγμή οι θέσεις του εξυπηρετούν, έστω και ως ένα βαθμό, την Ελλάδα, ωστόσο ταυτίζεται με τη γερμανική πλευρά και τα γερμανικά συμφέροντα, αποδεχόμενη στη συμφωνία της 12ης Ιουλίου 2015 καταστροφικούς όρους για τη χώρα μας και το λαό μας.
Σ κάθε περίπτωση, δεν τίθεται ζήτημα παραβίασης συμφωνηθέντων την 12η Ιουλίου 2015 και τον Αύγουστο του 2015 (τρίτο μνημόνιο) από το ΔΝΤ και εν γένει από τους δανειστές της χώρας, αλλά από την ελληνική κυβέρνηση, η οποία αποδέχθηκε συμβατικούς όρους, που ήταν αδύνατο να τηρήσει. Ενδεικτικώς, θα αναφέρω μέρος των όσων αναλυτικώς είχα παραθέσει – αποκαλύψει στο από 10-2-2015 άρθρο μου για το ασφαλιστικό ζήτημα:
Με το τρίτο μνημόνιο, ήτοι με τον Ν. 4336/2015 (ΦΕΚ Α΄ 94/14-8-2015), η κυβέρνηση και η πλειοψηφία των κοινοβουλευτικών κομμάτων (μνημονιακών) αποδέχθηκαν και δέσμευσαν τη χώρα για λήψη μέτρων στον ασφαλιστικό και φορολογικό τομέα, καθώς και για την πώληση σημαντικών περιουσιακών στοιχείων του Δημοσίου, μέχρι το τέλος του 2015. Πρόκειται για άκρως εμπροσθοβαρή μέτρα, τα οποία ήταν αδύνατο να ληφθούν σε τόσο σύντομο χρονικό διάστημα. Το πλέον απαράδεκτο, που έπραξε αυτή η καταστροφική για τη χώρα κυβέρνηση, αλλά με τη συναίνεση πλέον και των υπολοίπων μνημονιακών κομμάτων, που υπερψήφισαν το τρίτο μνημόνιο, είναι η δέσμευση για επίτευξη υψηλότατων οικονομικών στόχων, μη επιτεύξιμων και μη ρεαλιστικών, που όμως συνεπάγονται τη διάλυση της εθνικής οικονομίας, αλλά και της κοινωνίας. Συγκεκριμένα:
Η κυβέρνηση, αλλά και η μνημονιακή «αντιπολίτευση», συμφώνησαν και ψήφισαν την επίτευξη µεσοπρόθεσµου δηµοσιονοµικού πλεονάσµατος ύψους 3,5% του ΑΕΠ, που συνεπάγεται δυσβάστακτα πρόσθετα μέτρα πολλών δις ευρώ, συνδέοντας μάλιστα ευθέως την επίτευξη αυτού του στόχου με μέτρα για το ασφαλιστικό – συνταξιοδοτικό σύστημα της χώρας (βλ. σελ. 1014 του ΦΕΚ: «Αποκατάσταση της δηµοσιονοµικής βιωσιµότητας (ενότητα 2): Η Ελλάδα θα θέσει ως στόχο την επίτευξη µεσοπρόθεσµου δηµοσιονοµικού πλεονάσµατος ύψους 3,5% του ΑΕΠ, µέσω ενός συνδυασµού εµπροσθοβαρών παραµετρικών δηµοσιονοµικών µεταρρυθµίσεων, συµπεριλαµβανοµένων του συστήµατος ΦΠΑ και του συνταξιοδοτικού συστήµατός της ….». Επίσης δεσμεύτηκαν και στους ακόλουθους στόχους (βλ. σελ. 1020 του ΦΕΚ:): «Για να αντιµετωπίσουν αυτές τις προκλήσεις, οι αρχές δεσµεύονται να εφαρµόσουν πλήρως τις υφιστάµενες µεταρρυθµίσεις και επίσης θα προβούν µε περαιτέρω µεταρρυθµίσεις για την ενίσχυση της µακροπρόθεσµης βιωσιµότητας µε στόχο την επίτευξη εξοικονόµησης της τάξης του 1/4 του ΑΕΠ το 2015 και της τάξης του 1% του ΑΕΠ έως το 2016».
Όλα τα παραπάνω μέτρα έπρεπε να είχαν ήδη ληφθεί μέχρι τα τέλη του 2015 (το μνημόνιο αναφέρεται σε εμπροσθοβαρή μέτρα και θέτει ακριβή χρονοδιαγράμματα). Το γεγονός, ότι αυτά τα μέτρα δεν ελήφθησαν μέχρι τα τέλη του 2015 (πώς άλλωστε να ληφθούν τέτοια σφαγιαστικά μέτρα σε τόσο σύντομο χρονικό διάστημα;), νομιμοποίησε τους δανειστές της χώρας, οι οποίοι στηρίζονται σε όσα έχουν συμφωνηθεί με το μνημόνιο, να ζητούν τη λήψη σκληρότερων μέτρων και να εμφανίζεται η ελληνική πλευρά ως αναξιόπιστη και ως παραβιάζουσα τα συμφωνηθέντα! Σύμφωνα, επίσης, με τις προβλέψεις του τρίτου μνημονίου, οι δανειστές θα προβαίνουν, ανά τρίμηνο, σε έλεγχο της τήρησης των συμφωνηθέντων με το μνημόνιο (η περίφημη «αξιολόγηση») και εάν αυτά δεν έχουν υλοποιηθεί και οι στόχοι δεν έχουν επιτευχθεί, τότε προβλέπεται η επιβολή σκληρότερων μέτρων (βλέπε και περί «κόφτη» στη συμφωνία της 12η Ιουλίου 2015). Αυτή ακριβώς τη φάση διάγουμε, όπου η κυβέρνηση όφειλε, βάσει του μνημονίου, να είχε ήδη λάβει τα ίδια και χειρότερα μέτρα μέχρι τα τέλη του 2015. Δεδομένου, ότι δεν το έχει πράξει, έδωσε το δικαίωμα στους δανειστές να μην κλείσουν την «αξιολόγηση» και να ζητούν πρόσθετα και σκληρότερα μέτρα. Σ’αυτό ακριβώς το σπιράλ θανάτου μας έβαλε η κυβέρνηση, αλλά και η μνημονιακή «αντιπολίτευση», με την εκ μέρους τους υπερψήφιση του τρίτου μνημονίου. Τα δε κόμματα της μνημονιακής «αντιπολίτευσης» είχαν και το προπατορικό αμάρτημα των δύο προηγούμενων μνημονίων. Το τρίτο, ωστόσο, μνημόνιο έδωσε τη χαριστική βολή στη χώρα και στο λαό. Σε επίρρωση των προαναφερθέντων, παραθέτω το σχετικό απόσπασμα του τρίτου μνημονίου (βλ. σελ. 1014 του ΦΕΚ):
«… Σύµφωνα µε το άρθρο 13 παράγραφος 3 της συνθήκης του ΕΜΣ, στο παρόν Μνηµόνιο εξειδικεύονται λεπτοµερώς οι όροι που συνδέονται µε τη διευκόλυνση χρηµατοδοτικής συνδροµής η οποία καλύπτει την περίοδο 2015-2018. Οι όροι θα επικαιροποιούνται σε τριµηνιαία βάση, λαµβανοµένης υπόψη της επιτευχθείσας προόδου όσον αφορά τις µεταρρυθµίσεις κατά το προηγούµενο τρίµηνο. Σε κάθε επανεξέταση, θα εξειδικεύονται πλήρως, µε λεπτοµέρειες και χρονοδιαγράµµατα, τα συγκεκριµένα µέτρα πολιτικής και τα λοιπά µέσα για την επίτευξη αυτών των ευρύτερων στόχων που παρατίθενται στο παρόν έγγραφο. …».
Σ’ό,τι αφορά στα περί διαλόγου με τους κοινωνικούς εταίρους και δυνατότητας τροποποιήσεων, κόκκινων γραμμών, κλπ, που επικαλούνται, τόσο η κυβέρνηση, όσο και τα κόμματα της μνημονιακής αντιπολίτευσης, παραπέμπω στο ακόλουθο απόσπασμα του τρίτου μνημονίου, σύμφωνα με το οποίο η κυβέρνηση δεν έχει τη δυνατότητα να εισάγει στη βουλή το παραμικρό νομοσχέδιο, εάν αυτό δεν έχει την προηγούμενη σύμφωνη γνώμη των δανειστών(«Για την επιτυχία απαιτείται ο ενστερνισµός του προγράµµατος µεταρρυθµίσεων από τις ελληνικές αρχές. Εποµένως, η κυβέρνηση είναι έτοιµη να λάβει οποιαδήποτε µέτρα ενδέχεται να κριθούν κατάλληλα για το σκοπό αυτόν, καθώς οι περιστάσεις µεταβάλλονται. Η κυβέρνηση δεσµεύεται να διαβουλεύεται και να συµφωνεί µε την Ευρωπαϊκή Επιτροπή, την Ευρωπαϊκή Κεντρική Τράπεζα και το Διεθνές Νοµισµατικό Ταµείο για όλες τις ενέργειες που αφορούν την επίτευξη των στόχων του Μνηµονίου Συνεννόησης, πριν από την οριστικοποίηση και τη νοµική έγκρισή τους»). Είναι δε προφανές, ότι οι δανειστές δεν προτίθενται να εγκρίνουν οτιδήποτε θα εκφεύγει των συμφωνημένων στόχων, όπως αυτοί περιγράφονται στο τρίτο μνημόνιο.
Σχολιάστε